- προλειαίνω
- προλειαίνω, προλείανα βλ. πίν. 44
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προλειαίνω — ΝΑ, και προλεαίνω Α 1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ νεοελλ. μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία») … Dictionary of Greek
προλείανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλειαίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προλείανσις, μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
προλεαίνω — Α βλ. προλειαίνω … Dictionary of Greek
προλειοτριβώ — έω, Α προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λειοτριβῶ «λειαίνω διά τριβής»] … Dictionary of Greek
προλειώ — όω, Α προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λειῶ, όω (< λεῖος)] … Dictionary of Greek